- τριταγωνιστής
- τριταγωνιστήςplayer who took the third partmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριταγωνιστής — ο, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει ασήμαντη επίδραση σε ένα έργο ή σε κάποια πράξη αρχ. ο ηθοποιός που έπαιζε τον τρίτο, τον λιγότερο σημαντικό ρόλο στο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἀγωνιστής (πρβλ. πρωτ αγωνιστής)] … Dictionary of Greek
τριταγωνισταῖς — τριταγωνιστής player who took the third part masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταγωνισταί — τριταγωνιστής player who took the third part masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταγωνιστήν — τριταγωνιστής player who took the third part masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταγωνιστά — τριταγωνιστά̱ , τριταγωνιστής player who took the third part masc nom/voc/acc dual τριταγωνιστής player who took the third part masc voc sg τριταγωνιστής player who took the third part masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταγωνιστώ — έω, Α [τριταγωνιστής] 1. είμαι τριταγωνιστής σε παράσταση 2. μτφ. είμαι δευτερεύον πρόσωπο σε μια υπόθεση … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek
τριταγωνιστοῦ — τριταγωνιστέω to be a pres imperat mp 2nd sg (attic) τριταγωνιστέω to be a imperf ind mp 2nd sg (attic) τριταγωνιστής player who took the third part masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταγωνιστῇ — τριταγωνιστέω to be a pres subj mp 2nd sg τριταγωνιστέω to be a pres ind mp 2nd sg τριταγωνιστέω to be a pres subj act 3rd sg τριταγωνιστής player who took the third part masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)